- πολλαπλασίων
- πολλαπλᾰσί-ων, ον, gen. ονος,A = πολλαπλάσιος, Num.Chron.1905.114 (Abonuteichos, ii B. C.), Plb.35.4.4, Plu.2.215b: c. gen., Phld.Sign.9. Adv.
-όνως Poll.4.164
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-όνως Poll.4.164
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολλαπλασίων — πολλαπλάσιος many fem gen pl πολλαπλάσιος many masc/neut gen pl πολλαπλασίων masc/fem nom sg πολλαπλασιόω multiply imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πολλαπλασιόω multiply imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασίων — ον, Α πολλαπλάσιος. επίρρ... πολλαπλασιόνως (Α) με πολλαπλάσιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολλαπλάσιος + επίθημα ίων, δηλωτικό του συγκριτικού βαθμού (πρβλ. εικοσαπλασ ίων, μυριοπλασ ίων)] … Dictionary of Greek
πολλαπλασίονα — πολλαπλασίων neut nom/voc/acc pl πολλαπλασίων masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιόνων — πολλαπλασίων gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιόνως — πολλαπλασίων adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασίονας — πολλαπλασίων masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασίονες — πολλαπλασίων masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασίονι — πολλαπλασίων dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασίονος — πολλαπλασίων gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασίοσι — πολλαπλασίων dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόσκινο του Ερατοσθένη — (Μαθημ.). Ο αλγόριθμος που επινόησε ο αλεξανδρινός μαθηματικός Ερατοσθένης (275 195 π.Χ.) για την εύρεση όλων των πρώτων αριθμών (αριθμοί που διαιρούνται ακριβώς μόνο από τον εαυτό τους και τη μονάδα) από το 1 έως το n (όπου n οποιοσδήποτε… … Dictionary of Greek